ἀσυνταξία, -ας, ἡ
1 desorden, falta de disciplina
ἀ. τῆς πολιτείαςApp.BC 2.20,
σκεδάσας τοὺς πολλοὺς ἐν ἀσυνταξίᾳApp.Gall.15,
θαυμάζω ἐπὶ τῇ [ἀσυ]νταξίᾳ σουPapyrusbriefe 47.3 (I d.C.).
2 gram. mala construcción
τὸ αἴτιον τῆς ἀσυνταξίαςA.D.Synt.304.24, cf. Pron.14.3
•anomalía, irregularidad de una forma
δι' ἀσυνταξίαν ... τῆς Μόψοπος γενικῆς ἡ εὐθεῖα ἐπιλιμπάνειChoerob.in Theod.2p.18.