< ἀσυνουσίαστος
ἀσύντακτος >
ἀσυντακτικός
,
-όν
gram.
carente de sintaxis
σολοικοφανές ἐστι καὶ ἀσυντακτικὸν παντελῶς
Sch.E.
Hec
.970D.