< ἀσυνετίζομαι
ἀσύνετος >
ἀσυνετοποιός
,
-ον
carente de sentido
,
absurdo
τοῦτο λέγει χλευάζων ὡς ἀσυνετοποιόν
Sch.Ar.
Ra
.1286.