< ἀσυναγωγός
ἀσυναίσθητος >
ἀσυναίρετος
,
-ον
1
no contraído
,
no encogido
ὅπως ἀσυναίρετον μείνῃ τὸ κῶλον
Paul.Aeg.6.107
•
gram.
no contracto
ῥῆμα
Eust.50.36.
2
adv. -ως gram.
sin contracción
Eust.16.32.