< ἀσυνάλλακτος
ἀσυνάντητος >
ἀσυναλλαξία
,
-ας, ἡ
ausencia de relaciones
πρὸς ἀλλήλους
SIG
684.14 (Dime II a.C.?), op.
εὐσυναλλαξία
Stob.2.7.25.