< ἀσύμφυτος
ἀσυμφωνία >
ἀσυμφωνέω
estar en desacuerdo
c. dat.
οὗτος ὁ λόγος ἀσυμφωνεῖ παντὶ λόγῳ
Plot.1.1.12
•
abs.
ὅταν δὲ ἀσυμφωνήσωσιν ὁμοίως ...
Heph.Astr.2.23.3.