< ἀσύμπλεκτος
ἀσύμπλοκος >
ἀσυμπλήρωτος
,
-ον
no colmado
,
incompleto
τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ
Dsc.1.70.