< ἀσυμπέραστος
ἀσύμπλεκτος >
ἀσυμπερίφορος
,
-ον
de pers.
insociable
,
que no se acomoda
Phld.
Ir
.25.14,
ἀ. πρὸς συνουσίας
Ptol.
Tetr
.3.14.16.