< ἀσυγκοινώνητος
ἀσυγκόμιστος >
ἀσυγκόλλητος
,
-ον
de una sola pieza
,
no soldado
κρίκος
Sch.Er.
Il
.14.200, cf.
PVindob.Salomons
2.2 (II/III d.C.).