< Ἄστων
ἀσυγγνώμων >
ἀσυγγνωμόνητος
,
-ον
que no perdona
ἐπὶ γὰρ ταύτᾳ τᾷ ἀδικίᾳ ... τὸ δαιμόνιον ἀ. γίνεται
Phint.153, cf. Sch.A.
Pr
.34D.