ἀστᾰτέω
1 no permanecer quieto
πόλοιο φορὰν ... ἀστατέουσανApp.Anth.3.146 (Theo),
ἡ θαλάσσηPlu.Crass.17
•moverse los dientes, Gal.14.427
•andar errante 1Ep.Cor.4.11, Aq.Is.58.7.
2 fig. ser inconstante
περὶ τοὺς γάμουςVett.Val.111.10.
πόλοιο φορὰν ... ἀστατέουσανApp.Anth.3.146 (Theo),
ἡ θαλάσσηPlu.Crass.17
περὶ τοὺς γάμουςVett.Val.111.10.