< Ἀστυδρομία
Ἀστυΐγας >
ἀστύθεμις
,
ὁ
• Prosodia:
[-ῠ-]
justo gobernador de la ciudad
ἀστύθεμίν θ' Ἱέ[ρω]να γεραίρει
B.4.3.