< ἀστισμός
ἀστιχάζει· >
ἀστίτης
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[ῑ]
ciudadano
οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει
S.
Fr
.92, cf. 93, St.Byz.s.u.
ἄστυ
.