< ἀστῐβής
ἄστῐβος >
ἀστίβητος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
no pisado
,
no frecuentado
οἶμος
Lyc.121,
ὁδός
Procop.
Arc
.14.14
•
ἀστίβητοι οἶκοι· ἄδυτα
Hsch.