< ἀστελοφοῦν·
ἀστεμβής· >
ἀστέμβακτος
,
-ον
1
seguro
,
eterno
κλέος
Euph.159.
2
neutr. plu. como adv.
inflexiblemente
δύσζηλος ἀστέμβακτα τιμωρουμένη
Lyc.1117.