< ἀσταφυλῖνος
ἀσταχυολογέω >
ἀστάφυλος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
sin uvas
χῶρος
Aus.243.24,
οἶνος
ref. al milagro de las bodas de Caná, Cyr.Al.M.75.1464B.