ἀστάθμητος, -ον
I
ἀστέρεςastros de curso u órbita irregular e.d. cometas X.Mem.4.7.5,
ἀ. στῆθοςpecho jadeante Charito 6.4.5
•fig. que no se está quieto, inquieto
ἄνθρωπος ὄρνις ἀ.Ar.Au.169
•inconstante
οἱ κακοίPl.Ly.214c,
δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντωνD.19.136,
τὸ ἀνθρώπειονHld.5.4.7,
ἄνθρωποιPlu.Cic.18.
2 impreciso, no fiable
σταθμήD.Chr.67.2
•fig. incierto, imprevisible
αἰώνE.Or.981,
τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδένPh.2.85,
ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημαHld.6.7.3,
πρᾶγμαHld.6.9.3,
αἰτίαPorph.Abst.1.9,
γνώμηAristaenet.1.28.9
•τὸ ἀστάθμητον la incertidumbre, la imprevisibilidad
τῆς ξυμφορᾶςTh.3.59,
τοῦ μέλλοντοςTh.4.62,
τῆς τύχηςD.C.44.27.2.
II adv. -ως de una manera incierta
φέρεταιD.Chr.4.122.