< ἀστυπολέω
ἀστυπόλος >
ἀστυπολία
,
-ας, ἡ
callejeo
τῷ μὲν ἀνδρὶ ... τὰ περὶ τὰς ἀγορὰς καὶ τὰ περὶ τὴν ἀστυπολίαν
Hierocl.p.62.