< ἀστρᾰπηφορέω
ἀστραποβροντοχαλαζορειθροδάμαστος >
ἀστρᾰπηφόρος
,
-ον
1
traído por el relámpago
Σεμέλη λοχευθεῖσ' ἀστραπηφόρῳ πυρί
E.
Ba
.3.
2
fulgurante
ref. a los ángeles
A.Pil.B
13.1.