< Ἀστρύβαι
ἀστρῷος >
ἀστρώδης
,
-ες
semejante a las estrellas
οἱ κομῆται ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην κόλποις ἀστρώδη τινὰ φύσιν ἐπιδεικνύμενοι
Lyd.
Mens
.4.116.