< ἀστρωπός
ἄστρωτος >
ἀστρωσία
,
-ας, ἡ
carencia de manta
en plu.
ἀνυποδησίαι καὶ ἀστρωσίαι
Pl.
Lg
.633c, cf. Aristaenet.2.20.23.