< ἀστροδώρητος
ἀστροθεάμων >
ἀστροειδής
,
-ές
1
regido por los astros
ἀ. περίοδος
de la marea, Str.3.5.8.
2
semejante a las estrellas
εἰς κατάταξιν ἀστροειδῆ
Hierocl.
in CA
27.3.