< ἀστραφής
ἄστραψις >
ἀστραφιστήρ
,
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s):
ἀστραβιστήρ
Hsch.
mec.
nivel
,
IG
2
2
.1628.522 (IV a.C.), Hsch.