< ἀστρᾰγᾰλωτός
Ἀστράεις >
ἀστραγεύτως
adv.
sin retraso
,
inmediatamente
τὰ προσαγγέλματα ἀστραγεύτως ἔκπεμψον
BGU
1760.7 (I a.C.) en
BL
3.23 (cf. στραγγεύομαι).