ἀστεΐζω
I en v. med.
1 hablar ingeniosamente o en broma
ἀστεϊζόμενοι δέ τινες, εἰκότως πυριγενῆ τὸν Διόνυσον λέγεσθαί φασινStr.13.4.11,
τὸν δῆμον ... ἀστεϊζόμενον καὶ διατρίβοντα πρὸς τοῦτο πολὺ μέρος τῆς ἡμέραςPlu.Marc.21,
πρὸς φύσεως ... τοῖς Ἰωνικοῖς τὸ ἀστεΐζεσθαιPhilostr.VS 519,
ὡς οὐκ ἀπὸ δόξης ἠστεΐζοντοPhilostr.VS 576.
2 burlarse
οὕτω γὰρ ἀστεϊζόμενος γέγραφενI.Ap.2.114, cf. Demetr.Eloc.149, Aristaenet.1.14.19
•c. ac. int.
τάδεPhilostr.VS 534.
3 hablar ampulosamente de un profeta, Ph.2.123.
II en v. act. tener urbanidad, ser educado St.Byz.s.u. ἄστυ, tb. en v. med., Poll.9.17, Hsch.