ἀστερωπός, -όν


1 brillante como una estrella οὔτ' ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170, de Hipomedonte, E.Ph.129.

2 estrellado νυκτὸς ἀστερωπὸν σέλας E.Hipp.850, αἰθήρ E.Io 1078, ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias Fr.Trag.19.33, Ὄλυμπος Lyr.Adesp.18.12.