ἀστεροπή, -ῆς, ἡ


1 relámpago ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος Il.13.242, cf. 14.386, βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ Hes.Th.691, ἀστεροπὰν ἐλελίξαις Pi.N.9.19, τάς τε πυρώδεις Διὸς ἀστεροπάς Ar.Au.1746, cf. 1748, ἀστεροπα[ὶ] σελάγι[ζον Call.Fr.238.26, ἀπέρυκεν Ἥρη σμερδαλέῃσι ... ἀστεροπῇσιν A.R.4.510, ἐξ ὑδάτων γὰρ ἀ. βλάστησε Nonn.D.24.56, ἀ. ὀλέτειρα Nonn.D.8.390.

2 fig. brillo, resplandor γυμνὴ ἀ. μελέων el brillo desnudo de su piel, AP 5.35 (Rufin.)
gloria Ἑλλάδος ἀστεροπὰν ... δῖον Ἀχιλλῆα Hld.3.2.4.
• Etimología: Comp. de ἀστήρ q.u. y οπ- de la raíz *ok- ‘ver’, cf. tb. ἀστραπή, ἀστράπτω.