< ἀστεροπητής
ἀστερόπληκτος >
ἀστεροπληθής
,
-ές
lleno de estrellas
ἠέριον μέγα φέγγος ἀπείριτον ἀστεροπληθές
Orác. en Eus.
PE
5.8.4.