ἀστεροειδής, -ές


I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.

2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.

II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.