< ἀστερίζω
Ἀστέριοι >
ἀστερικός
,
-ή, -όν
propio de los astros
,
sideral
ἑπτὰ γὰρ κινημάτων ἀστερικῶν ὑπαρχόντων
Theol.Ar
.37.