< Ἀστερία
ἀστερίας >
ἀστεριαῖος
,
-α, -ον
semejante a una estrella
ἐπεὶ ... ὁ ἥλιος ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀπλανῶν ἐπινοηθεὶς ἀ. τὸ μέγεθος φανήσεται
Cleom.1.11.58.