ἀστεργής, -ές
I poco acogedor, rígido
τὸ ἄρσεν (σῶμα)Hp.Gland.16
•que es desagradable por su rigidez
ξύλονHp.Fract.16, Ruf. en Orib.49.29.3,
ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτηAret.CA 1.1.2.
II fig.
1 implacable
ὀργήS.Ai.776,
χρόνοςLyc.311,
χόλοςLyc.1166,
τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳLyc.1400.
2 insoportable, ingrato
πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδένS.OT 229.