< Ἀστέλεφος
ἀστέλεχος· >
ἀστελέχης
,
-ες
que no tiene tronco
πόα
Thphr.
HP
1.3.1,
δένδρα
Eust.
Op
.166.11.
• Etimología:
V. στέλεχος.