ἀστακτί


adv. con flujo constante δι' ὄμματος ἀ. ... δάκρυον S.OC 1251, ἀ. δὲ σὺν ταῖς παρθένοις στένοντες ὡμαρτοῦμεν S.OC 1646, ἀ. ἐχώρει τὰ δάκρυα Pl.Phd.117c, κλάοντες ἀ. Ael.NA 10.17, τὸν ἱδρῶτα χωρεῖν ἀ. Philostr.VA 3.17, ἀ. δακρύει Philostr.Her.46.3, cf. Aristaenet.1.2.23.