< Ἀσσακίη
Ἀσσαράθ >
ἀσσάλιος
,
-ου, ὁ
especie de
camisa
o
manto
de mendigo
ὁ δὲ Σατανᾶς ... ἐπέθετο τοῖς ὤμοις ἀσσάλιον
T.Iob
7.