< ἀσπιδόδηκτος
ἀσπιδοειδής >
ἀσπῐδόδουπος
,
-ον
de escudos resonantes
ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις
Pi.
I
.1.23.