< ἀ]σπῐδοφεγγής
ἀσπιδοφορέω >
ἀσπῐδοφέρμων
,
-ον
que vive del escudo
,
belicoso
γένναν Σπαρτῶν, ἀσπιδοφέρμονα θίασον
E.
Ph
.796.