< ἀσπονδέω
ἄσπονδος >
ἀσπονδία
,
-ας, ἡ
1
implacabilidad
de Aquiles, Lib.
Vit
.1.22.
2
falta de tregua
,
IG
2
2
.28.8 (IV a.C.),
ἀσυλία καὶ ἀ.
Poll.8.139.