ἀσπιστής, -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀσπιστάς E.Io 198
1 guerrero armado con escudo
ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάωνIl.4.221, 11.412, cf. 5.577, 8.155,
ἀ. ἸόλαοςE.l.c.,
σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖςE.IA 1069,
στρατὸς ἀσπιστάωνOrác. en Paus.4.32.5.
2 adj. portador de escudo
κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶνIl.4.90, 201, cf. 8.214, 13.680, 16.490
•consistente en escudos
μόχθους ἀσπιστάςE.El.443.