ἀσπιδίσκιον, -ου, τό
escudo pequeño de carácter votivo
χρυσοῦνIG 22.1487.32 (IV a.C.)
•del fruto del ἄλυσσον:
ὁ καρπὸς ὡς ἀσπιδίσκια διπλὰDsc.3.91
•de la rótula, Gal.14.724.
χρυσοῦνIG 22.1487.32 (IV a.C.)
ὁ καρπὸς ὡς ἀσπιδίσκια διπλὰDsc.3.91