ἀσπερχές
sólo neutr. como adv. incesantemente, ardientemente
ἀ. μενεαίνεις ἸλίουIl.4.32, cf. 22.10, Od.1.20,
Ἕκτορα δ' ἀ. κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς ἈχιλλεύςIl.22.188,
ἀ. κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίνIl.16.61
•sin interrupción
εἰσόκε πάντας ἀντιβίην ἀ. ὀρινομένους ἐδάιξανhasta que acabaron con todos los que atacaban sin tregua A.R.1.1002,
ἀ. ... πάϊς ἤρχετο δίηEudoc.Cypr.91B.
• Etimología: Comp. en *-ες de σπέρχω q.u. c. ἀ- intensiva.