< ἀσπερμί
ἄσπερμος >
ἀσπερμολόγητος
,
-ον
creado sin semilla
crist.
κύριε παντοκράτωρ ... αὐτογενέτωρ ἀσπερμολόγητε
PMasp
.188.1 (biz.).