ἀσπαρίζω
jadear, agitarse convulsamente
(οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμεναArist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.
(οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμεναArist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.