< Ἄσπαρ
Ἀσπαράγιον >
ἀσπαράγιον
,
-ου, τό
• Grafía:
graf. -ρακ-
espárrago
,
PMich
.inv.3731.36 (II/III d.C.) en
Tyche
1.1986.185 (v.
2
ἀσφάραγος).