ἀσολοίκιστος, -ον
gram.
1 carente de solecismos, correcto de una construcción
ἀσολοίκιστόν ἐστιEust.591.9,
ἀσολοικιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφοράνAn.Boiss.3.241.
2 adv. -ως correctamente
ἀ. λεχθήσεταιEust.316.32,
τὸ ἀ. καὶ ἀβαρβαρίστως διαλέγεσθαιEM 331.37G.