< Ἀσμανοί
ᾀσματίζω >
ἀσμάρᾰγος
,
-ον
• Prosodia:
[-μᾰ-]
silencioso
ἀνδράσι τ' ἀφθόγγοισι καὶ ἀσμαράγοις ἐλάτῃσι
Opp.
H
.3.428.