ἀσμενιστός, -ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9,
τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήνI.AI 19.313,
ἀ. καὶ φιλητόνClem.Al.Paed.1.3.81,
πάθοςS.E.P.3.184,
κίνημαS.E.M.11.85,
κατάστασιςPlot.6.7.30,
ψῆφοςThem.Or.31.355a, cf. 16.205c.