< Ἀσκός
Ἀσκουλον >
ἀσκότιστος
,
-ον
libre de toda tiniebla
πάσχα φωτεινὸν καὶ ἀσκότιστον ὅλον τὸν χρόνον
Gr.Nyss.
Res
.298.9.