< 2 ἀσκελής
ἀσκελόν· >
ἀσκέλιστος
,
-ον
1
neutr. plu. como adv.
sin tropiezos
τρέχειν ὡς τὰς ἐλάφους ἀσκέλιστα
Rom.Mel.60.
ιαʹ
.5.
2
adv. -ως
sin tropiezo
Ephr.Syr.3.549F.