< ἀσκαίρω
ἀσκαλαβώς >
ἀσκάλᾰβος
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[-κᾰ-]
zool.
salamanquesa
,
IKor.Vas
.107.6, Nic.
Th
.484, Ant.Lib.24.3, Hsch.